- ἀναμύω
- ἀνα-μύω, wieder öffnen, die Augen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αναμύω — (Α ἀναμύω) μσν. νεοελλ. ανοίγω τα μάτια μου, αναβλέπω νεοελλ. αναδίνω βλαστούς, φυτρώνω, βλαστάνω αρχ. ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * στερ. + μύω «είμαι κλειστός, κλείνω» (για τα μάτια, για το στόμα κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
ανάμυστος — η, ο αυτός που δεν βλάστησε, αβλάστητος, αφύτρωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναμυστός < αναμύω «βλαστάνω, φυτρώνω». Η αρνητική σημασία προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek